- σακεσφόρος
- σακεσφόροςshieldbearingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σακεσφόρος — (I) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Αίαντος) ασπιδοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σακεσ τού σιγμόληκτου σάκος, τὸ, «ασπίδα» + φόρος* (πρβλ. τελεσ φόρος)]. (II) ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού δημαγωγού Επικράτους) αυτός που έχει γενειάδα.… … Dictionary of Greek
σακεσφόρον — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem acc sg σακεσφόρος shieldbearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακεσφόρε — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακεσφόροι — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακεσφόρου — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακεσφόρους — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακεσφόρῳ — σακεσφόρος shieldbearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σακοφόρος — ον, Α σακεσφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος «ασπίδα» + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek